Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Street Angel

Ένα μάθημα που διάλεξα κατά τύχη, που έμαθα κατά τύχη την ύπαρξή του. Δωρεάν, μέσω ίντερνετ. Τί χαρά! Μπορώ να το παρακολουθήσω από το σπίτι, την ώρα που εγώ διαλέγω. Τί καλύτερο;
 
Ήταν, λοιπόν, αυτή η τύχη που μου άνοιξε ένα παραθυράκι προς έναν κόσμο που δεν είχα υποψιαστεί, τον κόσμο του βωβού κινηματογράφου. “Street Angel” του Frank Borzage, μία ταινία του 1928. Δεν ξέρω αν ήταν το μελόδραμα, αν ήταν η μουσική και η δύναμή της να υποβάλλει το συναίσθημα στον ακροατή, δεν ξέρω αν ήταν οι δύο εξαιρετικοί πρωταγωνιστές, αλλά έριξα το κλάμμα της ζωής μου και το ευχαριστήθηκα!
 

 
 
 
Εκ των υστέρων, σκέφτηκα αν εκείνο που με υπερ-συγκίνησε ήταν ακριβώς η έλλειψη του λόγου.  Από παιδί ασχολούμαι συστηματικά με τον λόγο. Δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο ισχυρή μπορεί να είναι η έλλειψή του. Δεν ξέρω αν φταίει που έχουμε πήξει στα λόγια, στην υπερπληροφόρηση, στις λέξεις-λέξεις-λέξεις. Έχουμε γεμίσει τη ζωή μας με θορύβους (αναγκαίους ή και επιλεγμένους).
 
Η έμφαση εδώ είναι στη λέξη «γεμίσει». Δεν αντέχουμε πια τη σιωπή; Δεν αντέχουμε να δωθούμε ουσιαστικά σε κάτι; Δεν αντέχουμε τη συγκέντρωση;
 
Το βωβό σινεμά σε καλεί να του δωθείς απολύτως. Αν στρέψεις για μια στιγμή το βλέμμα σου, έχασες την ταινία. Μα αν τις δωθείς, τότε μεμιάς ο έρωτας των πρωταγωνιστών μιλάει τις δικές σου λέξεις....
 
Μας είναι απαραίτητες οι ιστορίες. Έτσι επικοινωνούμε, μαθαίνουμε, χαιρόμαστε. Αλλά κάπου έχουμε χάσει τις ισορροπία ανάμεσα στις ιστορίες που λέμε και σ΄αυτές που νιώθουμε. Ίσως επειδή έχουμε πάψει να χορεύουμε πια. Ή να καθόμαστε σιωπηλοί μέσα στη νύχτα. Ή να προσευχόμαστε. Δεν ξέρω. Ο άγγελος του Frank Borzage που θύμισε τί σημαίνει να βιώνεις με θάμβος τη ζωή.

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

η αιώνια


η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού

όταν καθόμαστε μαζί

πιασμένοι χέρι-χέρι

και σε φιλώ και με φιλάς

και αγαπιόμαστε

η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού

όταν κοιτάζουμε το πριν και δεν θυμόμαστε

εποχή χωρίς να είμαστε μαζί

κι ονειρευόμαστε

εποχές που να μας περιέχουν

η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού

να είμαστε έτσι

ήσυχοι

μαζί

ερωτευμένοι

η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού

να την χαρούμε τη ζωή

να μην αφήσουμε να έρθει κάποιος (ποιος;) για να μας την αρπάξει

να μην αφήσουμε να έρθει κάποιος (ποιος;) για να μας πει ποιοι είμαστε

να μην αφήσουμε να έρθει κάποιος (ποιος;) γκρίζος και τρομερός με σαπισμένο μάτι

η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού

να μην ξεχάσω

να μην ξεχάσω

να μην ξεχάσω

να σ’ αγαπώ

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Ρέιμοντ Κάρβερ / "Καθεδρικός ναός"

Διαβάζω τον «Καθεδρικό Ναό» του Ρέιμοντ Κάρβερ. Σκέφτομαι ότι μου αρέσουν τα διηγήματά του. Σκέφτομαι πόσο πολύ νοιάζεται ο Κάρβερ για την αγάπη. Την πραγματική αγάπη, αυτή που σε δένει με τους ανθρώπους και σε ελευθερώνει από τον εαυτό σου. Πόσο πολύ την έχουν ανάγκη οι ήρωές του, είτε το καταλαβαίνουν είτε όχι. Διάβασα κάπου ότι ο Κάρβερ γράφει διηγήματα που ανήκουν στο είδος του “dirty realism”, αλλά δεν ξέρω αν ο ρεαλισμός μπορεί στ’ αλήθεια να είναι κάτι άλλο παρά βρώμικος, μη ξεκάθαρος, πολύπλοκος, μη τακτοποιημένος. Έτσι δεν είναι η ζωή; Ο πόνος της μοναξιάς, ο πόνος της πείνας που δεν χόρτασε αλλά που εγώ/εσύ/ο ήρωας προσπαθούμε να τον μουδιάσουμε με ποτό/εξουσία/χρήμα/σεξ. Το να τολμήσεις να κοινωνήσεις με το πρόσωπο του άλλου, εκεί είναι το μυστικό της ζωής. Δεν είναι εύκολος δρόμος κι ας έχουμε διαβάσει βιβλία για την αγάπη κι ας μας έχουν πει για την ομορφιά του έρωτα κι ας έχουν περάσει αιώνες που η ανθρωπότητα ζει σε οργανωμένες κοινωνίες/οικογένεις/γάμους. Αντίθετα, το να δοκιμάσεις να ανοιχτείς στην πιθανότητα της αγάπης είναι άκρως επικίνδυνο. Ρισκάρεις όλα εκείνα που νόμιζες ότι έχουν σημασία, όλα εκείνα που νόμιζες ότι σε καθορίζουν, σε εξοπλίζουν, σε προστατεύουν, σε κάνουν αυτό που είσαι. Αλλά άλλος δρόμος ελευθερίας δεν υπάρχει. Αν δεν επιλέξεις την αγάπη, θα επιλέξεις κάτι άλλο, γιατί είσαι άνθρωπος και γεννιέσαι με την ανάγκη να πάψεις αυτόν τον πόνο της μοναξιάς που σε τρώει. Δεν είναι σέξι η αγάπη. Και είναι ενάντια σε κάθε σου ένστικτο επιβίωσης. Χρειάζεται την υπέρβαση του εγώ σου.

Δεν με νοιάζει η τεχνική του Κάρβερ (δηλαδή, ναι, με νοιάζει, αλλά δευτερευόντως). Εμένα με νοιάζει τί τον νοιάζει. Με νοιάζει τί λένε οι ιστορίες του. Με νοιάζει η θέση που παίρνει απέναντι στην ανθρώπινη εμπειρία. Ακόμα κι αν ο ίδιος δεν πέτυχε να ζήσει τη ζωή που ίσως να ήθελε. Με νοιάζει ο άνθρωπος.

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

βροχή

Έχω από καιρό ξεχάσει να λέω την αλήθεια. Έχουν περάσει τα χρόνια κι έχω μάθει πως δεν ξέρω ποια είμαι και ποια όχι. Οπότε, δεν θεωρώ ότι λέω ακριβώς ψέματα, αλλά μάλλον μια άλλη αλήθεια, όχι την κανονική, αλλά μία άλλη.

Εκείνη την ημέρα έβρεχε από το πρωί, που σήμαινε ότι έπρεπε να αλλάξω όλα μου τα σχέδια. Εδώ και μια βδομάδα έφτιαχνα στο κεφάλι μου διάφορους συνδυασμούς ρούχων, παπουτσιών, τσάντας, προσπαθώντας να φανταστώ πώς θα τους έκανα καλύτερη εντύπωση. Ψαχούλευα πληροφορίες στο ίντερνετ, έψαχνα στα βιβλία από το Πανεπιστήμιο, ρώτησα και μια γνωστή που δούλευε ως σύμβουλος σε μία εταιρεία HR[1].

Είχα ήδη αποφασίσει: το αγαπημένο μου κίτρινο φόρεμα, τις μαύρες μπαλαρίνες και τη δερμάτινη τσάντα.

Αλλά να που τώρα έβρεχε από το πρωί. Σίγουρα οι δρόμοι θα ήταν πλημμυρισμένοι. Πώς θα περπατούσα με τις μπαλαρίνες και το φόρεμα; Οι γάμπες μου θα γέμιζαν λέκεδες λάσπης. Και τί θα γινότανε με τα μαλλιά μου που αδύνατον να τα βολέψω, που από την υγρασία πετούσαν σαν τρελά;
Νευρίασα με τον καιρό, αλλά είπα ότι άκου να δεις, δεν μπορείς να κάνεις τίποτε για τον καιρό, οπότε συγκεντρώσου, διάλεξε άλλα ρούχα, πίστεψε στον εαυτό σου και μπρος μαρς!

Τελικά, φόρεσα μπότες και παντελόνι. Τα μαλλιά μου τα έδεσα σε μία σφιχτή αλογοουρά και τα ψέκασα με μπόλικη λακ, ελπίζοντας να αντέξουν έτσι στρωτά, μέχρι να τελειώσω με τη συνέντευξη.
Οι δρόμοι ήταν πράγματι ποτάμια και το λεωφορείο άργησε να έρθει. Διέσχισα τη μισή Αθήνα μέχρι να φτάσω. Ευτυχώς, στο ανσασέρ ήμουν μόνη μου. Μέχρι να φτάσω στον 7ο όροφο, κοιταζόμουν στον καθρέφτη για να διαπιστώσω την κατάστασή μου. Καλή ήμουν. Εντάξει.

Ο τύπος που μου πήρε συνέντευξη ήταν ο κλασσικός τύπος που παίρνει συνεντεύξεις για τεράστιες εταιρείες. Τώρα πια έχει σβηστεί το πρόσωπό του μέσα στην πληθώρα των προσώπων των τύπων που παίρνουν συνεντεύξεις για τεράστιες εταιρείες.

Γυρίζοντας στο σπίτι, ήμουν ευχαριστημένη από τον εαυτό μου. Καλά τα είχα πάει. Περνούσαν οι μέρες. Περίμενα να χτυπήσει το τηλέφωνο.

Και τελικά χτύπησε. Σας ευχαριστούμε πολύ, μας άρεσε το βιογραφικό σας, η συνέντευξή σας ήταν ενδιαφέρουσα, ωστόσο κάτι στο στιλ σας, ίσως τα σφιχτοδεμένα σας μαλλιά, δεν μας ταιριάζουν, εμείς θέλουμε νέες, χαρούμενες, χαλαρές, φρέσκιες κοπέλες, πώς θα πουλήσετε τα προϊόντας μας; πώς θα κερδίσετε τον πελάτη μας; καλό θα ήτανε να μιλήσετε με κάποιον να σας βοηθήσει, υπάρχουν ειδικοί, ξέρετε.

Φυσικά, δεν τους είπα για τη βροχή και τις ενδυματολογικές μου επιλογές. Μονάχα ρώτησα τη γνωστή μου από την εταιρεία HR, αν ήξερε κάποιο καλό σεμινάριο προετοιμασίας  για εύρεση εργασίας.



[1]εταιρείες HR: εταιρείες συμβούλων που εξειδικεύονται στο ανθρώπινο δυναμικό

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

"Χορεύουν οι ελέφαντες"/Σοφία Νικολαϊδου

Ποιος γράφει την Ιστορία; Ποιος γράφει την αλήθεια; Ποιος αποφασίζει το ναι και το όχι; Ποιος διδάσκει; Τί; Και ποιος μαθαίνει; Τί; Και γιατί;

«Χορεύουν οι ελέφαντες» και τα μυρμήγκια περιμένουν ίσως ήρεμα ίσως τρομαγμένα ίσως αποχαυνωμένα, πάντως περιμένουν να δουν προς τα πού θα θελήσουν οι ελέφαντες να οδηγήσουν τη ζωή τους.

Πόσοι ελεύθεροι είμαστε πραγματικά;

Τί έχει περισσότερη αξία: ο άνθρωπος –ο ένας αυτός συγκεκριμένος άνθρωπος- ή ένα ιδεολόγημα;

Τί πάει να πει «θυσία»;

Ένας έξυπνος μαθητής, καλό παιδί και ήσυχο, αποφασίζει να μην δώσει πανελλαδικές. Ένας καθηγητής θέλει να του δείξει τον δρόμο προς τη γνώση.
Μια κοπελιά.
Ένα παρελθόν, μία ιστορία από το παρελθόν της πόλης, άνθρωποι που έζησαν και έφυγαν, μα η ιστορία τους έμενε, επηρέασε και συνεχίζει να διαμορφώνει το παρόν.

Πόσο αλλάζουν τα πράγματα; Ποια η μορφή της ροής της Ιστορίας;

Όλα αυτά σκεφτόμουν διαβάζοντας τους Ελέφαντες της Νικολαϊδου (πολύ πολύ πολύ καλύτεροι από τους Φίλους Που Δεν Έχουμε Απόψε). Πνιγόμαστε στο σήμερα που δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς στα ρημάδια φτάσαμε σ΄αυτό. Κάποιος μου λέει ότι είμαι ένοχη επειδή πληρώνω τους φόρους μου, επειδή προέρχομαι από δεξιόστροφη οικογένεια, επειδή είμαι παντρεμένη ή επειδή πιστεύω στο Θεό. Και κάποιος μου λέει ότι είμαι αθώα για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Τί είμαι και τί όχι δεν είναι απλό να οριστεί. Για κάνεναν μας δεν είναι απλό να οριστεί αυτό.

Δεν ξέρω αν είμαι γέννημα της ιστορίας μου ή της Ιστορίας ή και των δύο. Για όλα αυτά που ζούμε σήμερα, δεν ξέρω αν φταίνε οι δυναστείες της εξουσίας με ισχύ που διαπερνά τον προηγούμενη αιώνα και φτάνει ίσα με το σήμερα και το αύριο ίσως (ή αν φταίω εγώ).

Η ανάγνωση του παρελθόντος δύναται να γίνει επλίδα για ένα λιγότερο κακό μέλλον. Αλλά κι αυτό συμβαίνει ίσως μονάχα αν κάτι μαθαίνουμε από το παρελθόν. Αλλιώς, διαβάζουμε το ωραίο βιβλίο της Νικολαϊδου και λέμε απλώς «Κοίτα βρε ‘συ τί σου είναι ο άνθρωπος!», για να συνεχίσουμε όμως μετά κανονικά τη ζωή μας.

Πολυλογώ. Δες τί λέει και η ίδια η συγγραφέας για το βιβλίο της:εδώ

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

...

Μέσα σ΄αυτόν τον χώρο δεν υπάρχει κανείς.
Ανασαίνουμε αργά.
Κάτι από κάπου ακούγεται.
Βγάζεις τα παπούτσια σου
τεντώνεις μαλακά τα δάχτυλα των ποδιών
πιάνεις το χέρι μου.
Είμαστε μαζί.
Εσύ κι εγώ.
Μέσα σ΄αυτόν τον χώρο
τον σιωπηλό
τον γεμάτο από τ΄αγγίγματα
όλων εκείνων που πριν από εμάς
αγαπήθηκαν κι αυτοί.